-
1 επιχωριος
I3 и 21) местный, туземный, отечественный(ὄρνιθες Aesch.; ὑποδήματα, κράνεα Her.; φωνή Plut.)
τὸν ἐπιχώριον τρόπον Arph. — по местному обычаю2) касающийся соотечественников3) свойственный, присущий(τῆς ἡμετέρας Μούσης Plat.)
IIὅ местный житель, туземец Plut.οἱ ἐπιχώριοι χθονὸς τῆς Ἰσθμίας Soph. — жители Истмийской земли (т.е. Коринфа)
-
2 ἐπιχώριος
A in or of the country,1 of persons,οἱ ἐ.
the people of the country, natives,Hdt.
1.78, 181,al.;οὑπιχώριοι χθονός S.OT 939
, cf.E. Ionl.c.; also of birds,ἐ. ὄρνιθες A.Supp. 800
, cf. 661 (lyr.);οὐ πολλαχοῦ ἐ. Arist.HA 615a14
.2 of things, of or used in the country,ὑποδήματα Hdt.1.195
;κράνεα Id.7.91
, cf.Pi.P.4.80 ;τὸν ἐ. τρόπον Ar.Pl.47
; freq. in neut.,τὸ ἐ., τοὐπιχώριον
the custom of the country, fashion,Id.
Nu. 1173, Th.6.27, etc.;τὰ ἐν Πέρσαις ἐ. X.Cyr. 1.4.25
, cf. Hp.Aër.1:c.dat., usual,οἷόν τ' ἐπιχώριον ἀνδράσι γυιον Emp.62.8
; ἐπιχώριον ὂν ἡμῖν c.inf., as it is the custom of our country, Th.4.17 : c.gen.,τῆς ἡμετέρας μούσης ἐ. Pl.Smp. 189b
; ἐπιχωρίου ὄντος τοῖς Πέρσαις φιλεῖν it being their custom to.., X.Ages.5.4 ; common things,Pi.
P.3.22, cf. Ar.Pl. 342 ; καλὰ ἐ. honours of the country, Pi.I.7(6).2 ;ἐ. ἁμαρτήματα
against fellow-countrymen,Pl.
Lg. 730a ; ἐπιχώριαι ἐνενήκοντα (sc. δραχμαί) Michel 838 ([place name] Didyma). Adv. ; in the language of the country, D.C.38.13, Lyd. Mag.1.7 ; in the local dialect, Gal.14.303.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχώριος
См. также в других словарях:
επιχώριος — α, ο (AM ἐπιχώριος, ον και ος, α, ον) 1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek